- ευθυγραμμώ
- βλ. ευθυγραμμίζω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ευθυγραμμώ — [ευθύγραμμος] ευθυγραμμίζω … Dictionary of Greek
εὐθυγράμμῳ — εὐθύγραμμος rectilinear figure masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυγράμμωι — εὐθυγράμμῳ , εὐθύγραμμος rectilinear figure masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)